χαλκοτσούκαλο

χαλκοτσούκαλο
το медная кастрюля

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "χαλκοτσούκαλο" в других словарях:

  • χαλκοτσούκαλο — το χάλκινο μαγειρικό αγγείο: Πίνει νερό με το χαλκοτσούκαλο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χαλκοτσούκαλο — το, Ν χάλκινο τσουκάλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + τσουκάλι] …   Dictionary of Greek

  • χαλκ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λ. χαλκός και δηλώνει ότι η λ. έχει σχέση, αναφέρεται στον χαλκό (πρβλ. χαλκο ειδής, χαλκο πώλης), ενώ σπανιότερα χρησιμοποιείται και μεταφορικά με την έννοια τού… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»